στιχοπλόκος — versifier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχοπλόκος, ο — η στιχογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχοπλόκον — στιχοπλόκος versifier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοστιχοπλόκος — καλοστιχοπλόκος, ὁ (Μ) καλός στιχοπλόκος, καλός στιχουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στιχοπλόκος] … Dictionary of Greek
καννοπλόκος — καννοπλόκος, ὁ (Α) καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχοπλόκος] … Dictionary of Greek
ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] … Dictionary of Greek
στιχογράφος — ο, ΝΑ αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός νεοελλ. (με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + γράφος*] … Dictionary of Greek
στιχομανής — ές, Ν άτομο που διακατέχεται από τη μανία να γράφει διαρκώς στίχους, στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μυθο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
στιχοπλοκώ — έω, Μ [στιχοπλόκος] πλέκω στίχους, στιχουργώ … Dictionary of Greek
στιχοποιός — ο, ΝΑ 1. στιχουργός 2. (με ειρωνική σημ.) στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ποιός*] … Dictionary of Greek